- καταβρόχω
- καταβρόχω (Α) καταβροχθίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω τού οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. ἔ-βροξ-α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες τού Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος].
Dictionary of Greek. 2013.